If you prick us, do we not bleed?
If you tickle us, do we not laugh?
If you poison us, do we not die?
And if you wrong us, shall we not revenge?
-Shylock
Κρύο.... Η πρώτες ακτίνες του ηλίου ξεπρόβαλαν από το βάθος. Άλλο ένα βράδυ άυπνος. Άλλο ένα βράδυ κυνηγημένος από... Δεν είχα τη δύναμη ούτε να συλλέξω τις σκέψεις μου. Πόσες μέρες άραγε είμαι στη μέση του πουθενά? Δεν είχε σημασία. Αυτό που επείγει τώρα είναι να βρω ένα νησί, οποιοδήποτε. Έχοντας αδειάσει το σακί μου με τις προμήθειες από το προηγούμενο βράδυ η πείνα όσο πήγαινε και με κυρίευε και ο λαιμός μου είναι πιο στεγνός και από την διάσημη έρημο της Alabasta. Κοίταξα με μια γρήγορη ματιά το νερό γύρω μου και χωρίς δεύτερη σκέψη και δισταγμό, επιχείρησα να πιω έστω και λίγο από το θαλασσινό νερό που με περικλείει. Βούτηξα τις παλάμες μου ενωμένες,κάνοντας μια χούφτα, μέσα στο νερό και κατάφερα να συλλέξω μια μικρή ποσότητα νερού ανάμεσα στα χέρια μου. Σήκωσα την χούφτα με το ελάχιστο νερό στο ύψος του προσώπου μου και το έφερα κοντά στα χείλια μου. Καθώς το θαλασσινό νερό ακουμπούσε τα παγωμένα χείλια μου, ένας οξύς πόνος με χτύπησε στα χείλια. Εξαιτίας του ανυπόφερτου κρύο που επικρατούσε τα βράδια, τα χείλια μου είχα σκάσει και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Επιλέγοντας να καταπολεμήσω την δίψα μου χρησιμοποιώντας αλατόνερο ήταν η χειρότερη δυνατή επιλογή μου. Το αλατόνερο όχι μόνο μου άνοιξε τις πληγές στα χείλια μου αλλά μου γέμισε το στόμα με αίμα. Αμέσως έφτυσα στη θάλασσα όσο αίμα και αλατόνερο είχε περισσέψει μέσα στο στόμα μου αλλά δεν ήταν όλο. Ένα μικρο κομμάτι αλατόνερου ανακατεμένο με το αίμα μου, το είχα ήδη καταπιεί πριν καλά καλά καταλάβω πως αιμορραγούσα. Έπεσα εξουθενωμένος ανάσκελα στη βάρκα μου. Δεν άντεχα άλλο. Ο πόνος, η πείνα, το κρύο και αυτό το αδύναμο σώμα, όλα αυτά με έκαναν να θέλω να τα παρατήσω. Τουλάχιστον δεν διψούσα όσο και πριν.