"Και τι έγινε τελικά; Ο γενναίος πολεμιστής δεν ξανασηκώθηκε;"
Ο Bola κοίταξε τη μικρή συμπονετικά. Ήταν αρκετά μικρή για να πιστεύει στα θαύματα ή για να μην καταλαβαίνει την έννοια του θανάτου. Ό,τι κι αν ήταν πάντως, το επόμενο θα την σόκαρε. "Όχι, ο γενναίος πολεμιστής δεν ξανασηκώθηκε. Δε μπορούσε! Έκλεισε τα μάτια του για τελευταία φορά εκείνη τη μέρα. Όμως ξέρουμε σίγουρα πως πέρασε τις τελευταίες στιγμές του δίνοντας άφεση αμαρτιών σε αυτόν που τον κακομεταχειρίστηκαν και τον κορόιδεψαν.
Γιατί ένας ήρωας δεν πρέπει να είναι μόνο γενναίος, αλλά και μεγαλόψυχος! Πρέπει να συγχωρεί αυτούς που του κάνουν κακό και να οραματίζεται ένα καλύτερο μέλλον για όλους. Δεν έχει προσωπικές βεντέτες, υποστηρίζει μόνο ιδέες.
Έτσι κι αυτός, δεν μίσησε ποτέ κανέναν, μόνο λυπούνταν τους άτυχους ανθρώπους που η μισαλλοδοξία και ο θυμός διοικούσε τη ζωή τους. Πέθανε με ένα χαμόγελο στα χείλη, αφήνοντας πίσω φίλους και αγαπημένους να συνεχίσουν το έργο του."
Μια μικρή ησυχία επικράτησε και ο Bola την εκμεταλλεύτηκε για να φάει λίγο από το πλέον κρύο του φαγητό. Δεν τον πείραξε όμως, πάντα έτσι κατέληγε το φαγητό του, γιατί όλοι ηθελαν να ακούσουν τις ιστορίες του.
"Δηλαδή...πέθανε;"
"Φοβάμαι πως ναι. Αλλά να μη λυπάσαι γι αυτούς που πεθάναν δίνοντας τη ζωή τους για κάτι που οι ίδιοι διάλεξαν. Να λυπάσαι αυτούς που μένουν πίσω." είπε "σοφά" ο μαυρομάλλης άντρας και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κρασί του.
Λίγη ώρα πέρασε και άνθρωποι άρχισαν να τον ρωτάνε μικροπράγματα ή να τον συγχαίρουν για τη διασκεδαστική έστω και λίγο καταθλιπτική ιστορία. Απαντούσε κι αυτός με τη σειρά του ενώ τελειώνε το γεύμα του. Είκοσι λεπτά αργότερα, ο Bola, αφού κατάπιε και την τελευταία μπουκιά, χαμογέλασε και κοίταξε όλους τους παρευρισκομένους. "Τώρα πόσοι από σας είναι διατεθιμένοι να τσοντάρουν για το γεύμα μου;"
Για καλή του τύχη, δεν τον πέταξε κανείς στη θάλασσα αλλά πραγματικά τον βοήθησαν να πληρώσει. Αυτήν τη φορά...