Ήταν μια αποπνιχτική μέρα. Ο ήλιος έκαιγε πολύ δυνατά και το φως του σ' έκανε να ζαλίζεσαι. Οι μυρωδιές μύριζαν πιο έντονα και ένιωθα μια απαίσια αίσθηση. Σαν το δέρμα μου να καιγόταν. Ριγμένος στην δουλειά, στην πίσω αυλή του σπιτιού άκουσα τις καμπάνες να χτυπούν ρυθμικά και γρήγορα σαν να σήμαινε κίνδυνος. Έτρεξα και κοίταξα προς τον κατήφορο και στο λιμάνι. Μια πειρατική σημαία ανέμιζε απειλητικά, δεμένη στους πασσάλους, δεμένη στο πρυμιό του καταρτιού του πλοίου.
Έτρεξα στο σπίτι και ειδοποίησα την μητέρα μου. Παρακολουθώντας από τα παράθυρα έβλεπα όλο το χωριό πανικόβλητο να τρέχει μέσα στα σπίτια του και να κλείνει τις πόρτες όσο καλύτερα μπορούσε. Οι πόρτες είχαν βελτιωθεί, δουλειά του δημάρχου σε περίπτωση τέτοιας επίθεσης πειρατών. Αλλά κανείς τους δεν ενδιαφερόταν για το τι θα απογινόντουσαν αυτοί που δεν πρόλαβαν να μπουν μέσα στο σπίτι. Έκλεισα όλες τις πόρτες, μάζεψα τα όπλα και μετά άρχισα να κατεβαίνω προς το χωριό. Έπρεπε να ενημερώσω τον δήμαρχο, του οποίου σπίτι βρισκόταν λίγο πιο έξω από τις κύριες κατοικίες. Έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και ο ιδρώτας έτρεχε ασταμάτητα στο πρόσωπό μου με τις ακτίνες του ήλιου να με τυφλώνουν συνάμα.
Έτρεχα πανικόβλητος στα δρομάκια. Ήταν σαν να είχα ξεχάσει τον δρόμο πάνω στον φόβο και στον τρόμο που με είχε κυριέψει.