Μολις ξημερωσε, η ηλιος μπαινει απο της χαραμαδες αναμεσα απο τα ξυλα τις καλυβας μου και δημιουργει εναν πολυ ταιριαστο φωτισμο λες και βρισκομαι πισω απο της μπαρες καποιας φυλακης. Σηκωνομαι απο το ''κρεβατι'' ,λεγοντας κρεβατι εννοω μια στηβα με ξεραμενα φυλλα και αχυρα και βγαζω της σανιδες με τις οποιες κλεινω το ανοιγμα που αποκαλω πορτα. Βγαινω εξω, ο ηλιος πρεπει να εχει περιπου μια ωρα που εχει ανατειλει. Κοιταω ψηλα στο καστρο, αχ θελω τοσο πολυ να σκοτωσω αυτους του μ^@$&@ς τα τελευταια 7 χρονια το μονο που μπορω να σκεφτω πριν κοιμηθω ειναι να ξεψυχουν στα χερια μου. Οι λογοι μου αλλαξαν με την παροδο των χρονων παρολα αυτα. Δεν θελω να τους σκοτωσω πλεον για να παρω εκδικηση για τους γονεις μου, ηταν ενηλικες ανθρωποι και επρεπε να λαβουν την ευθηνη των πραξεων τους. Τους μισω ομως γιατι με εχουν αναγκασει να ζω απομερα σαν καποιου ειδους κατωτερης μορφη ζωης. Αλλα κοιταω τον ηλιο και το νιωθω, η στιμγη μου πλησιαζει. Η ζωη που ζω με εχει κανει πιο σκληρο ο πονος πλεον μοιαζει γνωριμος. Επισης εξασκομουν και οσο μπορουσα στην μαχη πραγμα που με βοηθησε να μην οδηγηθω στην τρελα. Ειμαι αρκετα πιο δυνατος πλεον απο εναν απλο πολιτη, ισως, ισως σε λιγο καιρο να μπορω να τα βαλω μαζι τους.