Καλοκαίρι, μέρα μεσημέρι · και στο λιμάνι του Yamagata, o ήλιος έκαιγε ανελέητα όποιον κι αν βρισκόταν εκεί υπο τις αδυσώπητές του ακτίνες, με ή χωρίς σκοπό. Βέβαια, σε ένα λιμάνι, αν δεν είχες σκοπό, μάλλον δεν είχες πάει για καλό.
Ο άντρας ξεφύσηξε καπνό, ενώ τίναξε το τσιγάρο του στο έδαφος, πατώντας το να σβήσει. Τα μάτια του ήταν πιο αιχμηρά κι από ξίφος, καθώς "έκοβαν" τον κόσμο που πηγαινοερχόταν πανικόβλητος μπροστά του. Όλοι έτρεχαν τελευταία στιγμή να μαζέψουν τα πράγματά τους, τα παιδιά τους - τα μυαλά τους - και να αποβιβαστούν από το πλοίο το οποίο ήξεραν ακριβώς πόσο γρήγορα θα έφτανε στον προορισμό του, εφόσον το ανακοίνωσαν τουλάχιστον μια ώρα πριν. Όμως όλοι περίμεναν να δουν τα σχοινιά να δένονται και την άγκυρα να πέφτει για να θορυβηθούν, όπως φάνηκε, κι έτσι έτι μία φορά, είχε κολλήσει πίσω από ένα τσούρμο αναποφάσιστων ανθρώπων που το μόνο που έκαναν ήταν να απαιτούν να περάσουν πρώτοι, χωρίς όμως να είναι πραγματικά έτοιμοι.
Γι αυτό μισώ να ταξιδεύω έτσι...σκέφτηκε αγανακτισμένος, αλλά κράτησε την έκφρασή του απαθή. Όμως αν ήθελε να κρατήσει και χαμηλό προφίλ, έπρεπε να έρθει μόνος του και να έρθει χωρίς το δικό του μεταφορικό μέσο. Και ήθελε να το κάνει, γιατί αυτή η αποστολή ήταν μία που δε μπορούσε να αποτύχει, ό,τι κι αν γίνει. Κι αν αυτή η τακτική του έδινε έστω και 0.01 παραπάνω πιθανότητα να τα καταφέρει, τότε θα υπέμενε ακόμα και δέκα ώρες στην ίδια καμπίνα με εκείνον τον λεχρίτη που αναγκάτηκαν να πετάξουν στη θάλασσα - και να τον ξαναβγάλουν - για να διώξουν τη μυρωδιά.