Είχε περάσει αρκετή ώρα και ακόμα δεν έβλεπα τίποτα γύρω μου, πίστευα ότι δεν θα βγω ποτέ στην ξηρά. Τότε η κοιλιά μου άρχισε να γουργουρίζει και αυτό ήταν ότι χειρότερο θα μπορούσε να μου συμβεί. Είχα ξαπλώσει και απλά κοίταγα τον ουρανό γιατί ήξερα ότι θα πεθάνω της πείνας. Ξαφνικά η βάρκα μου άρχισε να κουνιέται πολύ αλλά δεν είχε κακό καιρό. Σηκώθηκα απότομα και κοίταξα μπροστά δεν υπήρχε τίποτα που να το προκαλεί. Έτσι σκέφτηκα μήπως ένα μεγάλο ψάρι κολυμπάει γύρω από την βάρκα μου, ίσως θα μπορούσα να το πιάσω και όταν βρω στεριά να το φάω. Σιγά σιγά η βάρκα μου κουνιόταν όλο και περισσότερα έτσι εγώ με χαρά έψαχνα το ψάρι. Σηκώθηκα και κοίταγα προσεχτικά το νερό γύρω από την βάρκα καθώς στριφογυρνούσα. Η βάρκα κουνιόταν πάρα πολύ και δεν μπορούσα να κρατήσω την ισορροπία μου έτσι κάθισα κάτω και κράτησα όσο πιο γερά μπορούσα την βάρκα. Ξαφνικά όλα ηρέμησαν και άνοιξα τα μάτια μου σήκωσα το κεφάλι μου και ακριβώς μπροστά μου βρισκόταν ένα πλοίο πειρατών που χώραγε καμιά πενταριά άτομα.