Στο δωμάτιο είχε εισέλθει ένας γεράκος ντυμένος με μαύρο κομψό σκόκιν και με μία χαρούμενη νότα προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον αφέντη του.
-Αφέντη Belphegor...-Shishishishi αυτή η Κάμπια με πεθαίνει! είπε ο νεαρός δίχως να ακούσει τον butler.
-Αφέντη... έπεμεινε ο butler αλλά τίποτα...
Σε μια στιγμή απελπισίας προχώρησε και στάθηκε μπροστά από το γραφείο του αφέντη του.
-Belphegor Clavat!!! φώναξε με αυστηρή φωνή.
-Σε άκουσα αγαπητέ μου Tanaka δεν χρειάζεται να φωνάζεις... είπε με απάθεια το αγόρι δίχως να πάρει το βλέμμα του από το βιβλίο.
-Ποιός είναι ο λόγος που σε έκανε να χάσεις την αυτοκυριαρχεία σου για να με φωνάξεις?Ο γέρος butler ξερόβηξε λίγο και έκανε 3 βήματα πίσω.
-Συγγνώμη για αυτό αφέντη... Απλώς ήθελα να σας πω ότι τα πράγματά σας είναι έτοιμα για το ταξίδι.-Αααα τέλεια! Η Gui επέστρεψε? είπε καθώς έβαζε ένα κομμάτι ύφασμα στην σελίδα του βιβλίου που διάβαζε και κλείνοντάς το.
-Πριν από λίγο την είδα στον κήπο. απάντησε ενώ καθάριζε το μονόκλ που φορούσε.
Σε γενικές γραμμές ο Tanaka ήταν ένας καταπληκτικός οικονόμος και δύσκολα έχανε την ηρεμία που τον χαρακτήριζε. Τώρα τελευταία όμως και ειδικά μετά την ανακοίνωση του νεαρού Clavat για την έναρξη της αναζήτησής του ήταν πιο νευρικός από ποτέ. Το νησί άλλωστε δεν ήταν και το πιο ήρεμο και οι οικογένειες των εγκληματιών που έμεναν εκεί έψαχναν την πρώτη ευκαιρία για να κάνουν δικό τους τον οίκο των Clavat, των πιο γνωστών, στον υπόκοσμο, κυνηγών θησαυρών. Όλοι πίστευαν ότι τα πράγματα στην έπαυλη ήταν φτιαγμένα από χρυσό και ότι υπήρχαν πράγματα μεγάλης αξίας σε ένα υπόγειο θησαυροφυλάκιο. Αλλά αυτά ήταν ανοησίες και αυτό ήταν που τον τρόμαζε περισσότερο τον Tanaka. Το ότι οι απατεώνες του νησιού τις πίστευαν.
- Tanaka: