Όλα έδειχναν να ξεκινάνε κάπως άχαρα, χωρίς καμία ιδιαίτερη δράση, στις σκιές που κρυβόντουσαν και οι επαναστάτες. Τα πράγματα της φόρτωσαν οι ναύτες και η Eliza ήταν ήδη έτοιμη να ανέβει στο πλοίο που θα την μετέφερε για πρώτη φορά μακριά από την πατρίδα της, σε μέρη που δεν είχε φανταστεί και δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι της.
Ήθελε εκείνη να καταφέρει τους στόχους της. Έβλεπε πάντα τον αδελφό της με ένα μελαγχολικό βλέμμα πίσω από το σαρδόνιο χαμόγελό του, χαμόγελο που είχε άλλοτε λόγω άμυνας άλλοτε όχι. Άραγε πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε ικανοποιήσει μια μεγάλη επιθυμία του ο Edgar; Ίσως γι' αυτό είχε βρεθεί στην "αγκαλιά" των επαναστατών. Αλλά εκείνη διέφερε όσο και να μοιάζανε. Εκείνη δε φοβόταν το μέλλον, όπως εκείνος. Ήθελε να μάθει τι οδήγησε τον Edgar σε αυτό, τι έψαχνε, τι ήταν εκείνο που τον κρατούσε στα πόδια του μετά από μάχες που έδωσε στο πλευρό των επαναστατών. Και ήταν και εκείνη έτοιμη. Έτοιμη να δώσει ό,τι είχε και δεν είχε γι' αυτό που πίστευε.
Η όψη της περήφανη, τα μακριά ίσια μαλλιά της έλαμπαν στο φως της λάμπας του λιμανιού. Το χαμογέλο της ελαφρό και το βάδισμα της αποφασιστικό. Μια νέα αρχή..., σκεφτόταν από μέσα της.
Και εκείνη πια ανέβαινε στο πλοίο που θα ταξίδευε προς την Fabul, στο νησί των επαναστατών και στον Dolan.