Αρκετά λεπτά ησυχίας αργότερα οι δυο άντρες μπορούσαν και πάλι να κουνηθούν σιγά σιγά.
Βάλθηκαν να ψάχνουν ένα ένα τα κιβώτια μέχρι που βρήκαν αυτό που ήθελαν, παρά το γεγονός πως δεν το είχαν πιστέψει ακόμα πλήρως, ένα από τα φρούτα του διαβόλου βρισκόταν εκεί. Μπροστά στα μάτια τους. Ο νεαρός έκανε νόημα στον συνάδελφο του να το μαζέψει. Ο δεύτερος δίχως να το σκεφτεί καν, έκανε μια κίνηση και το έβαλε στο μέσα μέρος της καπαρτίνας του.
Μάζεψαν και πάλι τα πράγματα και έκατσαν να ξεκουραστούν και να περιμένουν το ξημέρωμα να έρθει...
Έτσι και έγινε. Ο Alduin εμφανίστηκε με το πρώτο φως της μέρας. Άνοιξε την αποθήκη και έμεινε άναυδος από αηδία και δέος με αυτό που αντίκρισε. Πάνω από είκοσι ληστές βρίσκονταν εκεί νεκροί, ενώ οι δυο άντρες κοιμόντουσαν του καλού καιρού δίπλα στα πράγματα.
Δεν τους πήρε και πολύ για να ξυπνήσουν. Ο Alduin τους κοίταξε αλλά δεν είπε κάτι, ήξερε τι είχε γίνει...